συναπάρτισμα

συναπάρτισμα
το, Ν
καθετί που έχει συντεθεί από πολλά μέρη ή στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναπαρτίζω. Η λ., στον πληθ. συναπαρτίσματα, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”